- ατετραγώνιστος
- -η, -οαυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να τετραγωνιστεί, να διαμορφωθεί σε σχήμα τετραγώνου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατετραγώνιστος — η, ο αυτός που δεν έχει τετραγωνιστεί ή που δεν μπορεί να τετραγωνιστεί: Ο κύκλος είναι ατετραγώνιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)